- ιεροκατήγορος
- ὁ (Μ ἱεροκατήγορος)1. ο κατήγορος ιερέων2. ο εχθρός τού κλήρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ιεροκατηγορία — η [ιεροκατήγορος] 1. η διατύπωση κατηγοριών κατά τών ιερέων 2. η εχθρική στάση έναντι τού κλήρου … Dictionary of Greek